- στλεγγίδα
- στλεγγίςscraperfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι … Dictionary of Greek
στλεγγίδ' — στλεγγίδα , στλεγγίς scraper fem acc sg στλεγγίδι , στλεγγίς scraper fem dat sg στλεγγίδε , στλεγγίς scraper fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστλεγγίζω — ἀποστλεγγίζω (Α) 1. καθαρίζω με τη στλεγγίδα 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) οἱ ἀπεστλεγγισμένοι καθαροί μετά από ξύσιμο με στλεγγίδα … Dictionary of Greek
αποστλέγγισμα — ἀποστλέγγισμα, το (Α) η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα … Dictionary of Greek
αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] … Dictionary of Greek
γλοιός — (I) γλοιός, ά, όν (AM) αυτός που ξεφεύγει εύκολα, ο υποκριτής, ο πανούργος αρχ. νωθρός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλοιός, ο]. (II) ο (Α γλοιός) κάθε κολλώδης ή λιπαρή ουσία, κόλλα αρχ. 1. λάδι και σκόνη, που αφαιρείται με τη στλεγγίδα απ το σώμα τών … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
ξυστίς — ξυστίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες τής ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια 2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως… … Dictionary of Greek
ξυστρίδα — η (Α ξυστρίς, ίδος) ξύστρα, στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ημερ ίς)] … Dictionary of Greek
στεγγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. στλεγγίδα … Dictionary of Greek